κορικόν — κορικός like a girl masc acc sg κορικός like a girl neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορικῆς — κορικός like a girl fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορικῶς — κορικός like a girl adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορικῷ — κορικός like a girl masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
куриг — шафер , только русск. цслав. куригъ νυμφαγωγός. Скорее из греч. *κορηγός – то же, чем из κορικός девичий , от κόρη (вопреки Маценауэру (LF 9, 39), Бернекеру (1, 648)) … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
κόρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ., 64 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Κόζιακα, 28 χλμ. Δ της πόλης των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόζιακα. * * * η (ΑM κόρη, Α ιων. τ.… … Dictionary of Greek
ԱՂՋԿԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0043 Chronological Sequence: 11c, 13c ա. Սեպհական, աղջկանց. որպէս եւ կոչումն փաղաքշական, գորովական. κορικός, κορίκιος puellaris, virginalis *Փաղաքշական է աղջկական (ըստ յունաց). եւ զի ոչ ասացաւ ʼի մերումս վասն պատկառանաց. Մագ. քեր.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
κορικάς — κορικά̱ς , κορικός like a girl fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)