κορικός

κορικός
-ή, -ό (Α κορικός, -ή, -όν) [κόρη]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κόρη, κοριτσίστικος, παρθενικός
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κόρη τού ματιού («κορικός υμένας»)
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κόρη, στην Περσεφόνη.
επίρρ...
κορικῶς (Α)
με τον τρόπο κοριτσιού, σαν κορίτσι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κορικόν — κορικός like a girl masc acc sg κορικός like a girl neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορικῆς — κορικός like a girl fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορικῶς — κορικός like a girl adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορικῷ — κορικός like a girl masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • куриг — шафер , только русск. цслав. куригъ νυμφαγωγός. Скорее из греч. *κορηγός – то же, чем из κορικός девичий , от κόρη (вопреки Маценауэру (LF 9, 39), Бернекеру (1, 648)) …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • κόρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ., 64 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Κόζιακα, 28 χλμ. Δ της πόλης των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόζιακα. * * * η (ΑM κόρη, Α ιων. τ.… …   Dictionary of Greek

  • ԱՂՋԿԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0043 Chronological Sequence: 11c, 13c ա. Սեպհական, աղջկանց. որպէս եւ կոչումն փաղաքշական, գորովական. κορικός, κορίκιος puellaris, virginalis *Փաղաքշական է աղջկական (ըստ յունաց). եւ զի ոչ ասացաւ ʼի մերումս վասն պատկառանաց. Մագ. քեր.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • κορικάς — κορικά̱ς , κορικός like a girl fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”